therivieratimes.comRead ThisΗ Θεωρία της Πρίζας

Γράφει η Λένα Κορομηλά

Η Θεωρία της Πρίζας

Το φεγγάρι, όρμησε μέσα από την τραβηγμένη κουρτίνα, γεμίζοντας το δωμάτιό της με κάτι ψυχρό και αμετάκλητο

Το φεγγάρι, όρμησε μέσα από την τραβηγμένη κουρτίνα, γεμίζοντας το δωμάτιό της με κάτι ψυχρό και αμετάκλητο.

Στο νου της έρχονται εικόνες από την προηγούμενη ζωή της. Ήταν σαν το χθες, να ήταν ίδιο κι απαράλλαχτο με το σήμερα, να μην είχε αλλάξει απολύτως τίποτε. Ό,τι είχε υπάρξει στο παρελθόν, θα εξακολουθούσε να υπάρχει και τώρα, ίσως και στο μέλλον.

Γράφει η Λένα Κορομηλά

Και τα παλιά και τα μελλούμενα ένα είναι, σκέφτηκε για την επίπεδη ζωή της η Μαρία. Μια πενηντάρα καλοστεκούμενη, με λεπτό αλλά γυμνασμένο σώμα, μπράτσα γερά και κοιλιακούς φέτες, που δεν αποκτήθηκαν με ατέλειωτες ώρες ιδρώτα στα γυμναστήρια, αλλά από την σκληρή δουλειά της ως οικιακής βοηθού στης Κυρίας Αδριανής Μεντή.
Φόρεσε το νυχτικό της και έλυσε τα μαύρα της μαλλιά, που τα είχε δεμένα σ΄ ένα σφιχτό κακοφτιαγμένο κότσο, σαν ένα έκφυμα αρρωστιάρικου δέντρου.
Ύστερα κατέβασε από το πατάρι τη βαλίτσα της. Επιτέλους διακοπές στο Νησί. Στους γονείς της, όπου είχε στείλει πριν ένα μήνα και την δεκάχρονη κόρη της, που την περίμενε πως και πως για να χαρούν μαζί τη θάλασσα.
Το πρωί σηκώθηκε νωρίς, πριν καλά καλά ξημερώσει κι ο ήλιος διαπεράσει την πλούσια φυλλωσιά της μουριάς στο πεζοδρόμιο, έξω από το παράθυρό της. Ήπιε ένα τσάι και άρχισε να βάζει στη βαλίτσα τα απολύτως απαραίτητα, τρία σορτς, πέντε μπλουζάκια, εσώρουχα, σαγιονάρες, και τέλος τα δώρα.
Τότε, χτύπησε το κουδούνι.
Άνοιξε την πόρτα. Ένας νεαρός aστυνομικός.
-Θα πρέπει να περάσετε από το Τμήμα, της είπε.
-Όσο πιο σύντομα γίνεται, συμπλήρωσε, ενώ της επέδιδε ένα ανοιχτό υπηρεσιακό σημείωμα.
-Aπίθανα! Ευχαριστώ πολύ, τσίριξε πίσω από την πλάτη του αναλογιζόμενη τα στενά χρονικά της περιθώρια. Πέταξε αφηρημένη το σημείωμα στο τραπέζι χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία.
Ντύθηκε και πήγε. Να ξεμπερδεύει μια ώρα αρχύτερα.
Στο Τμήμα της είπαν να περιμένει, ο αστυνόμος είναι σε ανάκριση.
«Μάλιστα», είπε μόνο, ενώ από μέσα της έβραζε. Σκέφτηκε πόσο συχνά χρησιμοποιούσε τη λέξη «μάλιστα». Κοντά δεκαπέντε χρόνια, στης Κυρίας Αδριανής, έπαιρνε μόνο εντολές, στις οποίες απαντούσε με την ίδια πάντα λέξη: «Μάλιστα». Όχι πως δεν ήταν εντάξει απέναντί της η Κυρία, χουβαρντού και ευγενική μάλιστα, όμως ένιωθε πως, οι ψυχροί της τρόποι, οι στητοί ώμοι και προπάντων ο αλύγιστος σβέρκος, της υπενθύμιζαν κάθε στιγμή πως, «δεν είμαστε όλοι ίσια κι όμοια».
Εκείνη την στιγμή, την φώναξαν. Ο αστυνόμος, ευθυτενής, καθισμένος στο γραφείο του σαν σε θρόνο. Ο σβέρκος αλύγιστος, όπως της Κυρίας της.
Στάθηκε όρθια, ασάλευτη, δίχως να έχει κάπου να ακουμπήσει.
-Λοιπόν; Σας ακούω.
-Μάλιστα. Σήμερα είναι η πιο χαρούμενή μου μέρα.
-Πείτε μας πώς έγινε, όσο πιο γρήγορα, τόσο το καλύτερο για όλους μας.
-Το περίμενα πως και πως. Έφτιαξα τη βαλίτσα μου και είμαι έτοιμη.
Ο αστυνόμος σηκώθηκε και την πλησίασε. Ήταν πιο κοντός από την ίδια, λεπτός αλλά με κοιλιά που προεξείχε αρκετά από το υπόλοιπο κακοφτιαγμένο σουλούπι.
-Είστε τυχερή που δεν πέθανε.
-Ποιος;
«Η Κυρία σου», πήγε να της πει, αλλά δεν της το είπε. Τι να της έλεγε, αυτό που εκείνη γνώριζε καλύτερα από αυτόν, και ας προσποιούνταν την ανήξερη.
-Φτάνει να διαλευκάνουμε εάν ήταν εκ προθέσεως, της είπε.
-Μάλιστα. Επιτέλους έφτασε η μέρα κύριε αστυνόμε μου, ένα χρόνο έχω να δω τους γονείς μου, όσο για το κοριτσάκι μου…, και σκούπισε ένα δάκρυ χαράς και νοσταλγίας.
-Ομολογήστε το σε εμένα, την ενθάρρυνε.
Έχουν περάσει τόσοι και τόσοι από τα χέρια του, έχουν δει τόσα και τόσα τα μάτια του, ώστε δεν τον εκπλήσσει τίποτε πλέον, της είπε, και προσπάθησε να φανεί φιλικός λέγοντάς της, «καφεδάκι θα πάρετε;» και αμέσως μετά,
-Σας ερωτώ και περιμένω μια απάντηση.
-Μάλιστα.
-Μάλιστα; Πολύ περίεργα το λέτε το «μάλιστα;»
-Καθόλου περίεργα δεν το λέω το «μάλιστα».
-Τι επαγγέλλεστε;
-Τώρα που το σκέφτομαι, τέτοια σκούπα δεν έχω ξαναπιάσει στα χέρια μου.
-Στης Κυρίας Αδριανής Μεντή;
Πήγε να πει πάλι «μάλιστα», αλλά το μετάνιωσε.
-Έκανα πάντα ότι μου ζητούσε, αντιθέτως η Κυρία- και σ΄ αυτό το σημείο κόμπιασε, έσφιξε δυνατά την τσάντα της με τα δύο της χέρια, το πρόσωπό της συννέφιασε, και, σαν να θελε κάτι να πει αλλά τελευταία στιγμή να το παίρνει πίσω.
-Ενώ η Κυρία τι… μάλιστα… καλά σας κατάλαβα, πάμε πάλι από την αρχή, της λέει και τα χοντρά του μάγουλα λάμπουν, χαρούμενος, σχεδόν ευτυχισμένος, επειδή τώρα είναι σίγουρος ότι έπιασε λαβράκι, επειδή δεν υπήρχε μεγαλύτερη χαρά για έναν αστυνόμο- ανακριτή από το να τους παγιδεύει μέχρι να τα ξεράσουν όλα, κι έπειτα να καμαρώνει για τον ίδιο του τον εαυτό, για το πόσο έξυπνα ανέπτυξε τα επιχειρήματά του, και τέλος να απολαμβάνει την δόξα του, αφού πλέον θα είχε τεκμηριώσει και φυσικά αποσπάσει την ομολογία της ενοχής. Το βράδυ, καθώς θα έτρωγε το μοσχομυριστό κοτόπουλο με πατάτες, που του είχε ετοιμάσει, κατά παραγγελία του η μαμά του, μ΄ ένα ποτήρι Μαυροδάφνη Πατρών, θα απολάμβανε και δεύτερο γύρο θριάμβου, αφηγούμενος σ΄ εκείνη τα καθέκαστα.
Τώρα όμως έπρεπε να προσέχει αυτήν τη γυναίκα, να μην του ξεγλιστρήσει με τον χαρακτηριστικό πλάγιο γυναικείο τρόπο, την ενστικτώδη πονηριά του φύλου της.
-Άρα λοιπόν είχατε παράπονα από την εν γένει συμπεριφορά της.
-Οχ, ξέχασα να βάλω τα βιβλία στη βαλίτσα. Ξέρετε, τα δύο τελευταία του Νέσμπο, θα σας άρεσαν κι εσάς.
-Επί του θέματος παρακαλώ, εμένα μη πάτε να με ξεγελάσετε.
-Προσπαθούσε με διαφόρους τρόπους να τονίζει την κατωτερότητά μου, μία φορά μάλιστα προσέβαλε με χοντρούς χαρακτηρισμούς τους γονείς μου, κι εκείνη τη στιγμή, τι να σας πω κύριε αστυνόμε μου, πολύ ευχαρίστως θα την έπνιγα, θα της έσπαγα τα παγίδια, του εξομολογήθηκε επειδή της φάνηκε ότι την καταλάβαινε καλύτερα από τον καθένα.
-Και χθες το διαπράξατε, ξεφώνισε συνεπαρμένος, και συνέχισε,
«επιτέλους, το ομολογήσατε».
Η γυναίκα αρχίζει να στριφογυρίζει, τον κοιτάζει αλλά σαν να μην τον βλέπει, ξεσπάει χειμαρώδης, η κοινωνία είναι άδικη, ήταν ένα τίποτα έγινε Κυρία με τα λεφτά του συχωρεμένου του άντρα της, πριν τον γνωρίσει έμενε σε ένα άθλιο σπίτι σε μια φτωχογειτονιά, «έτσι ξέρουμε κι εμείς».
-Γι αυτό λοιπόν βαλθήκατε, όπως ανερυθρίαστα ομολογήσατε, να αποκαταστήσετε την Αδικία, αποπειραθήκατε να την καθαρίσετε.
Χωρίς να θέλω να παινευτώ, στο καθάρισμα είμαι πρώτη. Βάζω την ηλεκτρική στην πρίζα και…
-Αφήστε, θα σας πω εγώ πως έγινε, της είπε.
Άναψε ένα πούρο Αβάνας, από αυτά που είχαν κατασχέσει στην Ομόνοια. Τώρα, η υποψία του άγγιζε τα όρια της βεβαιότητας.
Τώρα και η γυναίκα άρχισε επιτέλους να αντιλαμβάνεται τη δύσκολη θέση της.
Ο αστυνόμος πηγαινοερχόταν ανάμεσα σε τολύπες καπνού, κοιτάζοντας άλλοτε το ταβάνι και άλλοτε αυτήν, που άκουγε αποσβολωμένη σαν ζαρωμένο τσουβάλι στην καρέκλα, και, όπως θα λέγαμε, ξετύλιξε το σκεπτικό του, τη θεωρία της πρίζας.
-Πόσες πρίζες έχει το σπίτι;
-Εγώ προτιμώ την κεντρική, μ΄αυτήν λειτουργώ, δεν χρησιμοποιώ τις περιφερειακές. Στη κεντρική βάζω την ηλεκτρική που διαθέτει ένα εξαιρετικό εξάρτημα. Ένα τεράστιο καλώδιο που, ξετυλίγοντάς το, μπορείς να φτάσεις σε όλα τα δωμάτια, από τη μια άκρη του σπιτιού στην άλλη, χωρίς να το μαζεύεις, να το απλώνεις, να το βγάζεις απ΄τη μια και να το βάζεις στην άλλη. Είναι σαν να μην έχει τελειωμό.
Ξεχνώντας για λίγο τη θέση της, πετάχτηκε από την καρέκλα, άνοιξε συνεπαρμένη τα γυμνασμένα μπράτσα της, και τα κουνούσε επιδέξια, σαν μαέστρος που διηύθυνε με πάθος την Ενάτη.
-Καταλαβαίνω την ιδιαίτερη σχέση σας με την πρίζα και το καλώδιο, είπε και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά από το πούρο του, όμως, πείτε μου ειλικρινά, είχε συμβεί κάτι παρόμοιο και στο παρελθόν; τη ρώτησε μειλίχια.
-Πριν πάω στης Κυρίας μου, είχε όντως…
-Είστε εξαιρετικά συνεργάσιμη, εύγε, τη διέκοψε ενθουσιασμένος. Αν και κινδύνευε να κατηγορηθεί για απόπειρα φόνου εκ προμελέτης παραδεχόμενη μάλιστα και άλλα παρόμοια ατυχή περιστατικά, αυτή η γυναίκα, με την ειλικρίνειά της, είχε αρχίσει να του γίνεται ιδιαίτερα συμπαθής, να τον συγκινεί.
Περιέργως, και της ιδίας τα συναισθήματα προς τον αστυνόμο, ήταν παρόμοια. Κοίταξε το ρολόι της, η ώρα της αναχώρησης του πλοίου είχε πλησιάσει.

-Παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις της Κυρίας Μεντή, η κατηγορούμενη, εξακολούθησε να χρησιμοποιεί την κεντρική πρίζα, το καλώδιο να περιφέρεται σε όλο το σπίτι, μία κινητή παγίδα, η Κυρία Αδριανή Μεντή να μπουρδουκλώνεται, και μάλιστα για δεύτερη φορά, και τώρα να νοσηλεύεται στην Ευρωκλινική, με συντριπτικά κατάγματα στο μηριαίο οστούν, τον θώρακα, τα γόνατα, εν ολίγοις, ένα τσουβάλι κόκκαλα, ανακεφαλαίωσε περιχαρής το σκεπτικό του, σε τρίτο πλέον πρόσωπο, θέλοντας να δώσει ένα τόνο επισημότητας αλλά και να αποστασιοποιηθεί από την επικίνδυνη οικειότητα που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μεταξύ τους.
Ακούγοντας τη λέξη «κατηγορούμενη», για πρώτη φορά συνειδητοποίησε την δεινή θέση της.
-Όταν έπεσε η Κυρία, πετάχτηκε η γυναίκα, μάζεψα το καλώδιο, έβαλα τη σκούπα στη θέση της, κουβάλησα την Κυρία στην πολυθρόνα, μια χαρά ήταν η Κυρία, κι έφυγα.
Δεδομένης λοιπόν της αντιζηλίας και του κρυφού μίσους εξ αιτίας των ταξικών διαφορών, όπως η ίδια ομολόγησε, κατάφερε το τέλειο ατύχημα, συνέχισε την αγόρευσή του ο αστυνόμος, ως άλλος Ηρακλής Πουαρό.
-Υπάρχει Δόλος, κατέληξε, κουνώντας της το δάχτυλό του.
Η γυναίκα είχε σκύψει το κεφάλι, ένιωθε τώρα ότι όντως κάτι τρομερό είχε συμβεί, κάτι που το προκάλεσε η ίδια, κάτι που πολλές φορές είχε ευχηθεί, τελικώς συνέβη.
-Ήταν μια αναποδιά, τραύλισε μόνο, αγνοώντας, ακόμη, σε τι βαθμό αυτή η αναποδιά θα άλλαζε το μέλλον της, αυτό που η ίδια μέχρι πρότινος, νόμιζε ότι θα κυλήσει ανέφελο, ίδιο και απαράλλαχτα βαρετό με το παρελθόν της.
Σκέφτηκε την κόρη της που την περίμενε στο Νησί να κολυμπήσουν παρέα, και, λίγο πριν καταρρεύσει, τώρα κολυμπάω στον ουρανό, ψιθύρισε.
Ήταν η φράση που είχε χρησιμοποιήσει η κόρη της, όταν κατάλαβε ότι ο ουρανός αντανακλάται στη θάλασσα.

 

Λένα Κορομηλά
Απρίλιος 2021

SHARE

Περισσότερα

MORE READ THIS