therivieratimes.comNews DeskΤο νέο πρόσωπο του Rumors είναι γεγονός

Καλοκαίρι 2020-Βουλιαγμένη

Το νέο πρόσωπο του Rumors είναι γεγονός

Κι αυτή τη φορά φέρνει την υπογραφή της αρχιτέκτονος εσωτερικών χώρων Αλεξάνδρας Νικολάου

Καλοκαίρι 2020 και το νέο πρόσωπο του Rumors στην όμορφη Βουλιαγμένη είναι γεγονός.

Κι αυτή τη φορά φέρνει την υπογραφή της αρχιτέκτονος εσωτερικών χώρων Αλεξάνδρας Νικολάου.

Πιο stylish,  πιο minimal αλλά πάντα προσεγμένο και με αδιαπραγμάτευτη ποιότητα στη κουζίνα του, στα ποτά, στο περιβάλλον.

Το δυνατό του χαρτί εξακολουθεί να είναι η ευγένεια και η εξυπηρέτηση του προσωπικού αλλά και η παρεΐστικη ατμόσφαιρα.

Όσο για την Αλεξάνδρα Νικολάου μπορεί να μην γνωρίζεις την ίδια, αλλά βλέπεις παντού τις δουλειές της.

 

Αν δεν είσαι από εκείνους που δεν ξεμυτίζουν από το σπίτι τους, εκατό τοις εκατό έχεις καθίσει σε χώρο που έχει επιμεληθεί η Αλεξάνδρα και το Workroom 2.

Δεν έχεις πάει ένα Akanthus, ένα Rumors, ένα Βlock 146, ένα Nálu, ένα Speakeasy στο κέντρο, στο Mostar Alterna Cafe που είναι πάνω στη γέφυρα με τα τρελά νερά, στη Χαλκίδα;

Δεν έχεις δει εικόνες από το Inyama surf and turf, στη Μύκονο; Aπό το Le Sapin στην Αράχωβα; Δεν έχεις περάσει από το Malconi’s στο Κολωνάκι; Από το Bottega στο Μαρούσι;

Η λίστα με τις εμπνεύσεις της είναι ατελείωτη, με τη φήμη της να έχει βγει από τα σύνορα της Ελλάδας. Μια χαρά εξέλιξη για την κοπέλα που “μπέρδεψε” τα κτίρια και αντί να σπουδάσει κόσμημα, πήγε στην αρχιτεκτονική και από εκεί στην επιμέλεια εσωτερικών χώρων. Με αυτό τον τρόπο ξεκινάει το αφιέρωμα του Nou-Pou.gr στην ίδια.

Οι φωτό της Αλεξάνδρας είναι του Νίκου Κατσαρού>

Οι συνήθειες που είχε ως παιδί, δεν βοηθούσαν όσους προσπαθούσαν να προβλέψουν το μέλλον της. “Ήμουν αγοροκόριτσο. Δεν είχα κάποια καλλιτεχνική ανησυχία. Παίζαμε με τα άλλα παιδιά, ποδόσφαιρο, μπιλιάρδο, μπάσκετ. Ό,τι ήταν ανδρικό σπορ. Δεν είχα καμία σχέση με το να δημιουργώ”. Στο σχολείο της άρεσαν τα μαθήματα της φυσικής, της χημείας και αναγνωρίζοντας την απορία στο πρόσωπο μου, όπως γυρνά πίσω σε εκείνα τα χρόνια, εξηγεί πως “δεν είχα ποτέ σχέση με το καλλιτεχνικό, αν εξαιρέσεις ότι πριν αποκτήσω τις έλξεις του να είμαι αγοροκόριτσο, ζωγράφιζα πάρα πολύ. Μετά, δεν με ενδιέφερε. Ήθελα να τελειώσει η ημέρα στο σχολείο, για να φύγω και να πάω να παίξω με τους φίλους μου, να είμαι έξω”.

Αυτό το “όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω” από μπαλαρίνα έως αστροναύτης δεν το είπε ποτέ. “Για να καταλάβεις, όταν πήγα στην Α’ Λυκείου σκέφτηκα πως θα ήθελα να γίνω βιολόγος, γιατί μου άρεσε το μάθημα. Με εξιτάρισε η ιδέα του να ψάχνω, να ερευνώ, να ασχολούμαι, να έχω σχέση με τα ζώα. Μη στα πολυλογώ, σύντομα κατάλαβα ότι δεν υπήρχε ούτε μία περίπτωση να περάσω στη Βιολογία, γιατί δεν διάβαζα (γελάει) και τότε είπα στον εαυτό μου πως πρέπει να βρω κάτι να κάνω. Οι γονείς μου ήταν στο χώρο του κοσμήματος, οπότε σκέφτηκα ότι μια καλή περίπτωση ήταν να σπουδάσω και εγώ κόσμημα και να συνεχίσω στην οικογενειακή επιχείρηση. Τελειώνοντας το σχολείο, έδωσα Πανελλαδικές και πέρασα στην Ηλεκτρολογία Κοζάνης” σταματά για κάποια δεύτερα, λέει ένα “ούτε καν.”

“Εν τω μεταξύ, έφευγαν οι φίλοι μου στο εξωτερικό για σπουδές. Μια ημέρα λοιπόν, ανακοίνωσα στη μητέρα μου “φεύγω τον Σεπτέμβριο, πάω Αγγλία να σπουδάσω”. Εύλογα τη ρώτησε πού, πώς, τι, αφού δεν είχε κάποια σχετική ένδειξη. “Της απάντησα πως θα πάω σε μια σχολή, στο Λονδίνο, για κόσμημα. Δανείστηκα (γελάει) 30-40 σχέδια από τους κολλητούς μου, που είχαν πάει σε σχολές ζωγραφικής, σχέδια γραμμικά κλπ γιατί δεν είχα κάνει ποτέ κάτι σχετικό, τα έβαλα στο βαλιτσάκι μου και πήγα στο Λονδίνο”. Εκεί, όπως ενημερώνει “υπήρχαν 2-3 σχολές, στις οποίες μπορούσες να δοκιμάσεις να μπεις μέσω interviews, χωρίς να ‘χεις κάνει foundation”.

Έκανε το ταξίδι, έμεινε “σε ένα τρομερό σπίτι που μου είχαν δώσει κάτι φίλοι”, “έκλεισε” τις συνεντεύξεις και κίνησε για την πρώτη σχολή. Έφτασε στο Πανεπιστήμιο, πήγε στην αίθουσα της συνέντευξης και άρχισε να μιλά. Επί ποίου ζητήματος; “Η μητέρα μου είναι από τη Νότιο Αφρική και αυτό είχε ως συνέπεια τα αγγλικά μου να είναι τέλεια. Οπότε άρχισα να μιλώ, έδειχνα παράλληλα τα σχέδια των φίλων μου, ο καθηγητής σχολίασε πως ήταν φοβερά και με ενημέρωσε ότι είχε να μου κάνει μια πρόταση. Ξεκίνησε με την ερώτηση “για ποιο λόγο έχεις έλθει εδώ;”. Του απάντησα “για κόσμημα”. Χαμογέλασε και με ενημέρωσε ότι βρισκόμουν σε λάθος σχολή”!

Σοκ; Περισσότερο της μοίρας το γραφτό. “Ρώτησα άναυδη “τι εννοείτε;” και μου είπε πως η σχολή για το κόσμημα ήταν στο επόμενο block κτιρίων. Το πρώτο ήταν η νομική, το δεύτερο η αρχιτεκτονική, η γραφιστική και το interior design και το τρίτο το κόσμημα. Εγώ είχα μπει από λάθος, στην αρχιτεκτονική.” Αφότου διαπιστώθηκε το λάθος, ο καθηγητής που είχε μπροστά της, επέμεινε ότι εξακολουθεί να ‘χει να της κάνει μια πρόταση. “Βάσει των αγγλικών που γνώριζα, των όσων είχε καταλάβει για εμένα ως άνθρωπο και τα σχέδια που του είχα δείξει, ήθελε να με βάλει στον πρώτο χρόνο αρχιτεκτονικής! Ούτε καν στο foundation”.

Ήταν 17 χρόνων και θυμάται να επιστρέφει πετώντας στο σπίτι, ώστε να τηλεφωνήσει στη μητέρα της. “Περίμενε να μάθει αν πέρασα στο κόσμημα και της είπα “μαμά, δεν θα το πιστέψεις. Πέρασα αρχιτεκτονική!”. Παραδόξως, η Άντζι δεν έμεινε άναυδη “γιατί αφενός δεν είναι από την Ελλάδα, αφετέρου είναι καλλιτέχνης η ίδια, δεν έμεινε στις λεπτομέρειες! Ήταν κατενθουσιασμένη και πήρε μετά όλους τους συγγενείς, να τους πει τα μαντάτα”. Έτσι λοιπόν, ξεκίνησε την αρχιτεκτονική.

Τι έκανε στο πρώτο μάθημα, δεδομένου ότι δεν είχε ξανατραβήξει έστω μια ευθεία γραμμή; “Λύθηκα απευθείας. Ήταν κάτι που “είχα”. Δεν αντιμετώπισα το παραμικρό πρόβλημα. Μου άρεσε πολύ ό,τι έκανα, ό,τι μάθαινα, αλλά με είχε κουράσει το Λονδίνο. Στα τέσσερα χρόνια ένιωσα ότι δεν θέλω να μείνω δευτερόλεπτο παραπάνω σε αυτήν την πόλη”.

Είχε άλλα τέσσερα χρόνια μπροστά της, για να ολοκληρώσει τις σπουδές. “Στην Ελλάδα ήμουν πολύ απελευθερωμένη, ως παιδί. Οι γονείς μου με άφηναν να βγαίνω, να κάνω ταξίδια. Με εμπιστεύονταν. Στο Λονδίνο συνήθως πηγαίνουν παιδιά που είναι πιεσμένα στο σπίτι τους, για να ζήσουν. Είχα φτάσει λοιπόν, στο σημείο να νιώθω πως μου λείπουν οι γονείς μου. Τους έστελνα γράμματα, τεσσάρων σελίδων σαν μωρό, τους τηλεφωνούσα και τους έλεγα κλαίγοντας πως τους έχω επιθυμήσει. Είχα κατάθλιψη”.

Τα μάζεψε λοιπόν, τα πράγματα και επέστρεψε στην Αθήνα, χωρίς να ‘χει ενημερώσει σχετικά τους δικούς της. “Μια ημέρα, με είδαν μπροστά τους. Η μητέρα μου με ρώτησε “τι κάνεις εδώ;”, της εξήγησα πως είχα πάθει κατάθλιψη και μου είπε “είσαι κακομαθημένη. Μια φεύγεις όποτε θες, μια επιστρέφεις όποτε θες. Από εδώ και πέρα είσαι μόνη σου. Δεν σου δίνω φράγκο”. Αυτό το τελευταίο (το “δεν σου δίνω φράγκο”) το θυμάται σαν να ειπώθηκε χθες. “Ήξερα την αντίδραση της, γιατί είχε κάνει τα πάντα, ώστε να μου πληρώνει τα δίδακτρα στην Αγγλία, για να μου κάνει το χατίρι και εγώ τα είχα αφήσει όλα, γιατί είχα βαρεθεί”, ενημερώνει.

Αυτό που έκανε ήταν να πιάσει δουλειά σε μια παραλία, να δουλέψει όλο το καλοκαίρι ατελείωτες ώρες (“τις καλές τις εποχές, που ο κόσμος έδινε μεγάλα tips”) και να συγκεντρώσει το ποσό που χρειαζόταν, για το επόμενο βήμα. Αυτή τη φορά ήξερε και πού πήγαινε (στο Vakalo Art and Design College) και τι ήθελε (να ολοκληρώσει τις σπουδές της στην αρχιτεκτονική εσωτερικού χώρου). “Επειδή προερχόμουν από την αρχιτεκτονική, μπήκα στο τρίτο έτος και το μεταπτυχιακό”. Διαπίστωσε πως η κατεύθυνση της αρχιτεκτονικής εσωτερικού χώρου την ενθουσίαζε περισσότερο από ό,τι είχε κάνει έως τότε.

Τον πρώτο χρόνο στη Βακαλό “δεν διάβαζα πολύ, δούλευα σαν τρελή και κοιμόμουν στο θρανίο. Για την ακρίβεια, δούλευα βράδυ, κοιμόμουν 7 το πρωί για μια ώρα και μετά πήγαινα στη σχολή. Θυμάμαι πως λίγο πριν ξεκινήσει η πτυχιακή, μου είχε πει ο καθηγητής μου πως αν συνεχίσω έτσι, δεν έχω ελπίδα.”. Εκεί έβαλε, εκ νέου, πλάτη η μητέρα της “γιατί είχε δει ότι έχω ζοριστεί. Τότε ήταν η πρώτη φορά που κοίταξα σωστά αυτό που έκανα. Συγκεντρώθηκα, στρώθηκα, διάβασα και πέρασα με άριστα”.

Δεν αγάπησε τη δουλειά στη σχολή “γιατί εκεί πιο πολύ μου άρεσε ότι μου θύμιζε τη ζωή μου στο σχολείο. Πήγαινα, συναντούσα τους φίλους μου, πηγαίναμε για τον καφέ μας, σχιζόμουν στο διάβασμα μια μέρα πριν δώσω” και η ζωή συνεχιζόταν.

Μόλις άρχισε να δουλεύει επί του αντικειμένου της “ενώ ήμουν στη σχολή, δίπλα στον Άγγελο Φελουτζή, που ήταν εκ των καλύτερων φίλων της μητέρας μου και μετά με τον Γιάννη Καρβουτζή”, ήρθε και ο έρωτας. “Είδα πως και η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που κάνουν αυτήν τη δουλειά, έχουν πολύ ωραίο, καλλιτεχνικό πνεύμα. Υπάρχει και πολλή τρέλα, αλλά είναι ωραία, δημιουργική, φάση”.

Ο Γιάννης Καρβουτζής αποδείχθηκε, όπως λέει “στο απόλυτο “εγώ” μου. Μάζεψα πολλές γνώσεις, από τη συνεργασία μας. Ήταν μεγάλο σχολείο. Ένας φοβερός τύπος. Μου δίδαξε πολλά από το πώς προσεγγίζεις τη δουλειά, πώς την ξεκινάς. Πιστεύω ότι “πάτησα” σε εκείνον για τον τρόπο που δουλεύω σήμερα”. Πώς; Θέλω να περνώ ωραία. Μας ενδιαφέρει και να γίνει η δουλειά και να γίνει ευχάριστα”.

Αλεξάνδρα πες μας, τι είναι το interior design;

Θα ήθελε να μας εξηγήσει ποιο είναι το επάγγελμα της, στην πράξη; “Μου έχουν κάνει αυτήν την ερώτηση πολλές φορές και δεν έχω καταφέρει να απαντήσω ποτέ”. Ωραία, ας το δούμε αλλιώς. Πες πως πάμε μαζί σε ένα άδειο loft και της ζητώ να μου το κάνει σπίτι, προσφέροντας της και κάποιες βασικές πληροφορίες για το τι μου αρέσει (αν θέλω χρώμα, ξύλο κλπ). Μετά τι γίνεται; “Είναι τελείως διαφορετικό από το σπίτι στο μαγαζί”. Ωραία, τότε τι ισχύει για τα μαγαζιά;

“Σου δίνουν ένα concept, για βάση και μετά είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι θες. Για παράδειγμα, όταν με κάλεσαν από το Opus, τους είπα πως έχουν ένα κουτί και αυτό έπρεπε να αλλάξει. Το άφησαν επάνω μου. Συνηθέστερα, όσοι έρχονται στο γραφείο μας έχουν δει δουλειές μας και μας έχουν εμπιστοσύνη”.

Θέλησε να διευκρινίσει ότι “η ανακαίνιση στην Ελλάδα είναι σύνηθες φαινόμενο. Γίνεται κάθε έξι μήνες, γιατί οι Έλληνες βαριόμαστε εύκολα, ως λαός. Στο εξωτερικό δεν αλλάζουν τόσο συχνά τα μαγαζιά. Είναι διαχρονικά”. Τι είναι το διαχρονικό; “Μπορούμε να μιλάμε ατελείωτες ώρες για αυτό. Ας πούμε ότι είναι η επιτυχία που θα κάνεις, στο να μπορέσεις να συνδυάσεις υλικά που στο μάτι θα είναι αρμονικά και όχι έντονα, ώστε να μη τα βαρεθείς. Η Ράτκα στο Κολωνάκι, είναι ένα μαγαζί που δεν έχει ανακαινιστεί ποτέ. Θα πας και δεν θα τη βαρεθείς ποτέ. Η ιδιοκτήτρια την έχει φτιάξει μόνη της, έχει βάλει τη ψυχή της και την έχει δώσει στον κόσμο να την καταλάβει. Είναι ο εαυτός της, το έχει στηρίξει και έχει αποδώσει”.

Η “χημεία” είναι απόλυτη προτεραιότητα

Εκείνη, όταν καλείται να αναλάβει μια δουλειά, στο μυαλό της έχει το εξής: “Με ενδιαφέρει να κάνω κάτι που δεν υπάρχει. Η πρόκληση του να είσαι καλύτερος, από όλα όσα ανακαινίζονται την ίδια περίοδο, είναι διαρκής”. Η μόδα αλλάζει και μέχρι ένα σημείο ακολουθείται. “Το θέμα είναι αν θέλεις να ρισκάρεις και πόσο θα ρισκάρεις”. Στο τέλος της ημέρας, ο πελάτης έχει πάντα δίκιο “αλλά υπάρχουν και δουλειές που αν δεν με ευχαριστεί να τις κάνω, δεν θα τις κάνω.”

Εξηγεί ότι στη δική της λίστα, στο Νο1 είναι “η “χημεία” με τον δυνητικό πελάτη. “Χωρίς αυτή δεν γίνεται τίποτα. Πρέπει να ταιριάξουμε, για να συνεργαστούμε. Όσο πιο πολλή χαρά και ευκολία σου δίνει, τόσο καλύτερο του κάνεις το μαγαζί”.

Τα ταξίδια που γίνονται μαγαζιά

Η πρώτη δουλειά που ανέλαβε, ήταν το Malconi’s στο Κολωνάκι. “Ήμουν 23 χρόνων, ήταν δυο συνέταιροι και ο καθένας είχε προτείνει τη δική του interior designer. Ξεκινήσαμε να δουλέψουμε μαζί, αλλά δεν “βγήκε” και επέλεξαν εμένα. Βγήκε από ένα ταξίδι που κάναμε με τον ένα συνεταίρο, που ήταν και φίλος μου, στη Γαλλία. Είδαμε πολλά και φανταστικά πράγματα, με το τι θέλουμε να ακολουθήσουμε και όταν γυρίσαμε “βγήκε” όλο”. Ναι, τα ταξίδια κάνουν τη δουλειά της πιο εύκολη. “Όποτε κάνω ταξίδι και με την επιστροφή, φτιάχνω μαγαζί, είναι φανταστικό. Είναι πολύ σημαντικό να μπορείς να βλέπεις διαφορετικά πράγματα, πέραν της ρουτίνας σου, από αυτά που σου ανοίγουν τα μάτια”.

Το δεύτερο project ήταν το Living Cafe στη Ζησιμοπούλου “και το έφτιαξα αφότου πήγα στην Αφρική”. Εκεί είχε την τύχη να συναντήσει τα συνεργεία που εν πολλοίς χρησιμοποιεί μέχρι σήμερα. “Είμαι της λογικής να αλλάζω συνεργεία μόνο αν βρω κάποια καλύτερα”, εξηγεί.

Η μεγαλύτερη πρόκληση στην Ελλάδα είναι “ο χρόνος και μετά τα χρήματα. Οι περισσότεροι θέλουν να ανοίξουν σε 30 ημέρες. Αυτό είναι το διάστημα που χρειαζόμαστε, για να φτιάξουμε τα σχέδια, για να πάρουμε κοστολόγια”. Και ποια είναι η ιδανική συνεργασία; “Αυτή που έχω με το εξωτερικό. Έρχονται ένα χρόνο πριν, σου λένε τι μαγαζί έχουν, με κάθε μικρή λεπτομέρεια, το concept που τους αρέσει, το target group που τους ενδιαφέρει και ότι θέλουν να ανοίξουν σε οκτώ μήνες. Έτσι, έχεις χρόνο να κάνεις έρευνα, να βρεις υλικά σε καλύτερες τιμές, να κατασκευάσεις ωραιότερα πράγματα, γιατί έχεις χρόνο και να προλάβεις το όποιο λάθος θα κάνεις πάνω στη βιασύνη. Αυτά τα λάθη αφορούν συνήθως τη λειτουργία και αντιλαμβάνεσαι ότι αυτή είναι πάνω από όλα σε ένα μαγαζί”.

SHARE

Περισσότερα

MORE NEWS DESK